σκιασκόπιο

σκιασκόπιο
το, Ν
ιατρ. ειδικό κάτοπτρο που χρησιμοποιείται στην οφθαλμολογία για τον προσδιορισμό τής διαθλαστικής ικανότητας τού φακού τού οφθαλμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”